- νώδυνος
- νώδυνος, -ον (Α)1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.)2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη-* + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν-ώδυνος, περι-ώδυνος. Το ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.